- βαλκανιονίκης
- ο, ηαθλητής που νίκησε στους βαλκανικούς αγώνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαλκανιονίκης — ο ο αθλητής που έχει ανακηρυχθεί νικητής κατά τους βαλκανικούς αγώνες … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Λαμπράκης, Γρηγόρης — (Κερασίτσα Αρκαδίας 1912 – Θεσσαλονίκη 1963). Πολιτικός. Τελείωσε το γυμνάσιο της Τρίπολης και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και διακρίθηκε σε αγώνες δρόμου και στα άλματα. Αναδείχθηκε δέκα φορές… … Dictionary of Greek
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek